Διαστημικά Ηφαίστεια
του Αλέξη Δεληβοριά, αστρονόμου Ευγενιδείου Πλανηταρίου
Με το τέλος των επανδρωμένων αποστολών στη Σελήνη το 1972 και καθώς το ενδιαφέρον των διαστημικών υπερδυνάμεων της εποχής για τον φυσικό μας δορυφόρο ατονούσε, οι διαστημικές υπηρεσίες των ΗΠΑ και της τότε Σοβιετικής Ένωσης άρχισαν να στρέφουν την προσοχή τους όλο και περισσότερο προς τα άλλα ουράνια σώματα του Ηλιακού Συστήματος. Από τότε και μέχρι σήμερα, οι δεκάδες διαστημικές αποστολές που σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν για την εξερεύνηση των «παράξενων» κόσμων που εμπεριέχει, διεύρυναν εντυπωσιακά τις γνώσεις μας γι’ αυτούς και μας αποκάλυψαν κάτι που μέχρι και πριν από μόλις 50 χρόνια αγνοούσαμε: ότι δηλαδή η ηφαιστειακή δραστηριότητα δεν περιορίζεται στον πλανήτη μας αποκλειστικά, αλλά εκδηλώνεται και αλλού.
Έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα εμφάνιζαν κατά το παρελθόν όλοι οι εσωτερικοί ή βραχώδεις πλανήτες του Ηλιακού Συστήματος. Με εξαίρεση, όμως, τη Γη, η δραστηριότητα αυτή έχει πλέον σταματήσει. Στον Ερμή, για παράδειγμα, τον πλησιέστερο πλανήτη στον Ήλιο, η διαστημοσυσκευή Messenger ανακάλυψε πρόσφατα τα ίχνη μιας αρχέγονης και ακραίας ηφαιστειακής δραστηριότητας, που πλημμύρισε τη βόρεια πολική περιοχή του πλανήτη με τεράστιες ποσότητες λάβας. Σε κάποια σημεία, μάλιστα, το πάχος της στερεοποιημένης λάβας φτάνει τα 2 km, σφραγίζοντας έτσι για πάντα τις σχισμές μέσα απ’ τις οποίες ξεχύθηκε. Η Αφροδίτη, από την άλλη, διαθέτει τα περισσότερα ηφαίστεια απ’ οποιονδήποτε άλλο «κόσμο» του Ηλιακού μας Συστήματος. Πραγματικά, η χαρτογράφηση της επιφάνειάς της από τη διαστημοσυσκευή «Μαγγελάνος» στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 αποκάλυψε τουλάχιστον 1.600 σημαντικά ηφαίστεια και χιλιάδες άλλα μικρότερα, τα οποία σύμφωνα με τα διαθέσιμα δεδομένα πρέπει να είναι σβηστά, χωρίς όμως να αποκλείεται ότι κάποια μικρή ηφαιστειακή δραστηριότητα εξακολουθεί να εκδηλώνεται ακόμη και σήμερα.
Τα μεγαλύτερα, όμως, ηφαίστεια που έχουν εντοπιστεί στο Ηλιακό μας Σύστημα, βρίσκονται στον πλανήτη Άρη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Όρος Όλυμπος που, με διάμετρο βάσης 550 km, ύψος 24 km, τριπλάσιο απ’ αυτό του Έβερεστ, και κρατήρα διαμέτρου 80 km, είναι το μεγαλύτερο ηφαίστειο του Ηλιακού Συστήματος. Ο «γίγαντας» αυτός, όπως εξάλλου και τα άλλα μεγάλα ηφαίστεια του κόκκινου πλανήτη θεωρείται ότι δημιουργήθηκαν με τις ίδιες περίπου γεωτεκτονικές διεργασίες μέσα απ’ τις οποίες σχηματίστηκαν και τα ηφαίστεια της Χαβάης. Επειδή, όμως, η τεκτονική δραστηριότητα στον Άρη έχει σταματήσει προ πολλού, τα αρειανά ηφαίστεια παρέμειναν «αμετακίνητα» πάνω από τον ίδιο ενεργό μαγματικό θάλαμο που τα τροφοδοτούσε. Έτσι, με τις αλλεπάλληλες στρώσεις στερεοποιημένης λάβας να προστίθενται η μία πάνω στην άλλη, το ύψος τους έφτασε σε πραγματικά δυσθεώρητα επίπεδα.
Το ηφαίστειο «Όλυμπος» βρίσκεται στη δυτική άκρη ενός άλλου τοπογραφικού «Λεβιάθαν», του Υψιπέδου Θαρσίς, που καλύπτει σχεδόν ολόκληρο το δυτικό ημισφαίριο του πλανήτη και είναι υπερυψωμένο κατά περίπου 10 km από τη μέση επιφάνειά του. Στην ίδια περιοχή βρίσκονται 3 ακόμη γιγάντια ηφαίστεια, τα Ασκραεύς, Παβόνις και Άρσια, με διάμετρο βάσης που κυμαίνεται από 350–450 km και ύψος που φτάνει τα 15 km. Η δεύτερη, μετά το υψίπεδο Θαρσίς, μεγαλύτερη ηφαιστειακή περιοχή στον πλανήτη Άρη είναι η επονομαζόμενη περιοχή των Ηλυσίων, στην οποία έχουν ανακαλυφθεί αρκετά ακόμη ηφαίστεια, όπως η Εκάτη, τα Ηλύσια, το Άλμπορ κ.ά.. Όλα τα ηφαίστεια του Άρη είναι πλέον σβηστά, αφού σε γενικές γραμμές η ηφαιστειακή δραστηριότητα στον κόκκινο πλανήτη υπολογίζεται ότι σταμάτησε πριν από 3–3,5 δισεκατομμύρια χρόνια. Στις πλαγιές του Ολύμπου έχουν, εντούτοις, εντοπισθεί στερεοποιημένες ροές λάβας ηλικίας μικρότερης των 200 εκατομμυρίων ετών, οι οποίες σηματοδοτούν και το οριστικό τέλος της ηφαιστειακής δραστηριότητας στον κόκκινο πλανήτη.
Εάν, όμως, η ηφαιστειακή δραστηριότητα στους πλανήτες αυτούς έχει πλέον σταματήσει, δεν ισχύει το ίδιο και γι’ αυτήν που εκδηλώνεται σε ορισμένους από τους δορυφόρους του Ηλιακού Συστήματος. Για παράδειγμα, στον Εγκέλαδο, έναν απ’ τους δορυφόρους του Κρόνου, εντοπίστηκε από τη διαστημοσυσκευή Cassini το 2005 ένα «διαφορετικό» είδος ηφαιστείου, το οποίο εκτινάσσει πίδακες παγωμένων υδρατμών σε τεράστια ύψη πάνω από την επιφάνειά του. Τέτοιου είδους «κρυοηφαίστεια», τα οποία όμως δεν εκτινάσσουν παγωμένους υδρατμούς αλλά άζωτο, είχαν ήδη φωτογραφηθεί το 1989 στον Τρίτωνα, έναν από τους δορυφόρους του Ποσειδώνα, από τη διαστημοσυσκευή Voyager 2. Ο μηχανισμός που ενεργοποιεί τα κρυοηφαίστεια αυτών των δορυφόρων οφείλεται στις παλιρροϊκές δυνάμεις που ασκούνται πάνω τους, καθώς κινούνται σε ελλειπτική τροχιά γύρω από τους πλανήτες τους. Στην περίπτωση του Τρίτωνα, για παράδειγμα, η τριβή από τις παλιρροϊκές δυνάμεις, που ασκούνται στον βραχώδη πυρήνα του από τον Ποσειδώνα, θερμαίνουν υπόγειες δεξαμενές αζώτου, εξαναγκάζοντας το παγωμένο άζωτο να εκτινάσσεται σε ύψη που φτάνουν μέχρι και τα 8 km.
Στην Ιώ, ένα από τα φεγγάρια του γιγάντιου Δία, αυτού του είδους η «παλιρροϊκή» θέρμανση φτάνει σε ακραία επίπεδα. Αν και το μέγεθος της Ιούς μόλις υπερβαίνει αυτό της Σελήνης, η τεράστια θερμότητα που παράγεται στο εσωτερικό της από τη συνδυασμένη βαρυτική έλξη του Δία και των γειτονικών της δορυφόρων Ευρώπης και Γανυμήδη, απελευθερώνεται μέσα από τουλάχιστον 400 ενεργά ηφαίστεια, τα μεγαλύτερα και βιαιότερα απ’ τα οποία είναι το Λόκι και το Πελέ. Πραγματικά, η Ιώ είναι το πιο ενεργό ηφαιστειακά ουράνιο σώμα του Ηλιακού Συστήματος, 25 φορές πιο ενεργό απ’ ό,τι ο πλανήτης μας.
Στον Γανυμήδη, μάλιστα, τον μεγαλύτερο δορυφόρο του Ηλιακού Συστήματος, αλλά και στην Ευρώπη, έχουν επίσης εντοπιστεί ενδείξεις για την ύπαρξη κρυοηφαιστείων. Η επαλήθευση των ενδείξεων αυτών αποτελεί έναν από τους στόχους των επιστημόνων που διερευνούν τα ουράνια σώματα του Ηλιακού Συστήματος. Για τον σκοπό αυτόν, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος (ESA), σχεδιάζει την υλοποίηση μιας μελλοντικής αποστολής στο «πλανητικό σύστημα» του Δία, και ειδικότερα προς τους δύο αυτούς δορυφόρους αλλά και την Καλλιστώ. Βασικός στόχος της αποστολής θα είναι η συλλογή δεδομένων κυρίως σε ό,τι αφορά στην πιθανολογούμενη ύπαρξη υπόγειων ωκεανών, αλλά και στην προσπάθεια να διερευνηθεί εάν υπάρχουν εκεί συγκεκριμένα οργανικά μόρια, που αποτελούν τα βασικά δομικά συστατικά της Ζωής.